μυριόμορφον

μυριόμορφον
μῡριόμορφον , μυριόμορφος
of countless shapes
masc/fem acc sg
μῡριόμορφον , μυριόμορφος
of countless shapes
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυριόμορφος — μυριόμορφος, ον (Α) 1. (για τον Διόνυσο και για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ή που παίρνει αναρίθμητες μορφές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυριόμορφον το φυτό αχίλλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μορφος (< μορφή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”